Λι, Βίβιαν

Λι, Βίβιαν
(Vivien Leigh, Νταρτζίλινγκ, Ινδία 1913 – Λονδίνο 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αγγλίδας ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου Βίβιαν Μέρι Χάρτλεϊ (Vivian Mary Hartley). Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1935 και αμέσως απέκτησε φήμη ως μία από τις πιο προικισμένες ηθοποιούς της αγγλικής σκηνής. Εκεί γνώρισε και τον Λόρενς Ολίβιε, ο οποίος υπήρξε ο δεύτερος σύζυγός της και από τον οποίο χώρισε το 1960. Οι εξαίρετες ερμηνείες της τόσο σε έργα του Σαίξπηρ δίπλα στον Ολίβιε όσο και σε σύγχρονα θεατρικά έργα (όπως το Λεωφορείο ο Πόθος του Τενεσί Γουίλιαμς) την οδήγησαν στο Χόλιγουντ, όπου έγινε πολύ δημοφιλής με την ερμηνεία της στο Όσα παίρνει ο άνεμος (1939) του Βίκτορ Φλέμινγκ, για την οποία κέρδισε Όσκαρ. Η κινηματογραφική διασκευή του Λεωφορείου ο Πόθος από τον Ελίας Καζάν το 1951 της χάρισε ένα ακόμη Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου. Εμφανίστηκε σε σχετικά λίγες ταινίες, πάντοτε όμως διαπρέποντας στις ερμηνείες της (Γέφυρα της αμαρτίας του Μέρβιν Λε Ρόι, 1940· Βαθιά γαλάζια θάλασσα, 1955· Η Ρωμαϊκή άνοιξη της κυρίας Στόουν, 1961). Στα τελευταία χρόνια της καριέρας της αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με την υγεία της (σωματικά και ψυχικά) και πέθανε από φυματίωση. Η Βίβιαν Λι στη θρυλική ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φουκς, σερ Έρνεστ Βίβιαν — (Fuchs, Φρέσγουοτερ, Γουάιτ 1908 – Κέιμπριτζ 1999). Άγγλος εξερευνητής και γεωλόγος. Έλαβε μέρος σε πολλές αποστολές με επιστημονικό χαρακτήρα στη Γροιλανδία, την Ανατολική Αφρική και στα νησιά Φόλκλαντ. Το 1957 58 επιχείρησε για πρώτη φορά και… …   Dictionary of Greek

  • Σάδερλαντ, Γκράχαμ Βίβιαν — (Satherland). Άγγλος ζωγράφος (Λονδίνο 1903). Από τους κορυφαίους σύγχρονους Άγγλους ζωγράφους. Άρχισε ως χαράκτης, υπέστη την επίδραση του Μπλαίηκ και δίδαξε χαρακτική στη Σχολή Τέχνης του Τσέλση. Εικονογράφησε βιβλία, σχεδίασε κοστούμια και… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ναΐφ — Αυτοδίδακτοι ζωγράφοι που δημιουργούν τα έργα τους έξω από τα επίσημα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά πλαίσια. Ονομάζονται επίσης νεοπριμιτίφ, ζωγράφοι της Κυριακής, λαϊκοί ζωγράφοι της πραγματικότητας, ή ζωγράφοι της Σακρέ Κερ (από την ομώνυμη… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • Κόρντα, Αλεξάντερ — (Sir Alexander Korda, Ουγγαρία 1893 – 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ουγγρικής καταγωγής Βρετανού σκηνοθέτη και παραγωγού Σάντορ Λάζλο Κέλνερ (Sαndor Lαszlσ Kellner). Από τους πλέον δραστήριους δημιουργούς όλων των εποχών στον κινηματογράφο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”