Φουκς, σερ Έρνεστ Βίβιαν — (Fuchs, Φρέσγουοτερ, Γουάιτ 1908 – Κέιμπριτζ 1999). Άγγλος εξερευνητής και γεωλόγος. Έλαβε μέρος σε πολλές αποστολές με επιστημονικό χαρακτήρα στη Γροιλανδία, την Ανατολική Αφρική και στα νησιά Φόλκλαντ. Το 1957 58 επιχείρησε για πρώτη φορά και… … Dictionary of Greek
Σάδερλαντ, Γκράχαμ Βίβιαν — (Satherland). Άγγλος ζωγράφος (Λονδίνο 1903). Από τους κορυφαίους σύγχρονους Άγγλους ζωγράφους. Άρχισε ως χαράκτης, υπέστη την επίδραση του Μπλαίηκ και δίδαξε χαρακτική στη Σχολή Τέχνης του Τσέλση. Εικονογράφησε βιβλία, σχεδίασε κοστούμια και… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ναΐφ — Αυτοδίδακτοι ζωγράφοι που δημιουργούν τα έργα τους έξω από τα επίσημα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά πλαίσια. Ονομάζονται επίσης νεοπριμιτίφ, ζωγράφοι της Κυριακής, λαϊκοί ζωγράφοι της πραγματικότητας, ή ζωγράφοι της Σακρέ Κερ (από την ομώνυμη… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
Κόρντα, Αλεξάντερ — (Sir Alexander Korda, Ουγγαρία 1893 – 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ουγγρικής καταγωγής Βρετανού σκηνοθέτη και παραγωγού Σάντορ Λάζλο Κέλνερ (Sαndor Lαszlσ Kellner). Από τους πλέον δραστήριους δημιουργούς όλων των εποχών στον κινηματογράφο,… … Dictionary of Greek